- spongiocoel
-
see spongocoel.
Online Dictionary of Invertebrate Zoology. A.R. Maggenti and S.L. Gardne. 2005.
Online Dictionary of Invertebrate Zoology. A.R. Maggenti and S.L. Gardne. 2005.
σπογγιόκοιλο — το, Ν βιολ. κεντρική κοιλότητα τού σώματος τών σπόγγων η οποία επενδύεται με χοανοκύτταρα, δηλαδή με μαστιγοφόρα κύτταρα τα οποία δημιουργούν επερχόμενο ρεύμα και φέρνουν το νερό μέσα στην κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek